- καταφερής
- καταφερής, -ές (Α)1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, που γέρνει2. μτφ. ορμητικός3. (για έδαφος) κατηφορικός, επικλινής4. αυτός που έχει κλίση ή ροπή σε κάτι5. λάγνος, ασελγής6. φρ. α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς πρός τι» — αυτός που κλίνει προς κάποιον τόποβ) «καταφερὴς φυγή» — η φυγή προς τα κάτω, προς τον κατήφορογ) «καταφερὴς κοιλία» — η διάρροια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φερής (< φέρω), πρβλ. επι-φερής, περι-φερής].
Dictionary of Greek. 2013.